Μήπως η διδασκαλία στην τάξη δεν είναι η αρμόζουσα;
Είναι γνωστό ότι οι εξετάσεις γλωσσομάθειας έχουν γίνει ένα ΙΣΧΥΡΟ εργαλείο marketing. Τα ποσοστά επιτυχίας των Κ.Ξ.Γ. χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση μαθητών και τη διαφήμιση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τους. Είναι επίσης γνωστό ότι η Ελλάδα έχει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό γλωσσομαθών –δυστυχώς μόνο στις στατιστικές, οι οποίες λαμβάνουν στοιχεία από τον αριθμό των μαθητών που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είμαστε ένα έθνος γλωσσομαθών. Είναι επίσης γνωστή η αγάπη μας για την απόκτηση πιστοποιητικών γλωσσομάθειας ή ‘πτυχίων’ όπως πολλοί επιμένουν να τα αποκαλούν αγνοώντας σκόπιμα ή μη τη διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους.
Οι Ελληνες μαθητές κατέχουν τα περισσότερα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας διεθνώς σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και του πληθυσμού. Οταν όμως ένας Ελληνας έφηβος συναντήσει συνομηλίκους του από την Ολλανδία ή τη Φινλανδία διαπιστώνει ότι ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να χειριστεί την Αγγλική γλώσσα με την ίδια ευκολία που την χειρίζονται οι Ολλανδοί ή οι Φιλανδοί κλπ κι ας έχει πάρει δέκα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας ενώ εκείνοι δεν έχουν πάρει κανένα. In other words s/he is unable to hold a conversation. Γιατί; Τι φταίει;
Κατά τη γνώμη μου ένας και μοναδικός λόγος υπάρχει: teaching to the test. Η φρενίτιδα για τις εξετάσεις γλωσσομάθειας που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας και η οποία έχει αλλοιώσει δραματικά τον τρόπο που διδάσκουμε αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία.
Δεν πρέπει ο μαθητής να πάρει ένα πιστοποιητικό γλωσσομάθειας; Πρέπει με την έννοια ότι βάζει κάποιο στόχο και τον πετυχαίνει. Η επίτευξη των στόχων που βάζει κάθε φορά ο μαθητής παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην απόκτηση αυτοπεποίθησης. Η αυτοπεποίθηση είναι μια ‘στάση’ που επιτρέπει στο άτομο να έχει μια θετική αλλά και ρεαλιστική αντίληψη για τον εαυτό του και τις ικανότητές του.
Δεν πρέπει όμως η απόκτηση του πιστοποιητικού να είναι αυτοσκοπός. Ο λόγος που οι μαθητές βρίσκονται στην τάξη είναι για να ΜΑΘΟΥΝ με τρόπο ευχάριστο τη γλώσσα και να είναι ικανοί να την χειρίζονται ικανοποιητικά ανάλογα με το επίπεδό τους, δηλαδή ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΝ. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού, από την άλλη δεν είναι να τους μυήσει στις τεχνικές των διαφόρων tests αλλά να τους εμφυσήσει την αγάπη για τη γλώσσα χρησιμοποιώντας ποικιλία τεχνικών και εργαλείων για να επιτύχει στο έργο του. Εαν αγαπήσει τη γλώσσα ο μαθητής, θα βελτιώνεται συνεχώς και θα μπορέσει, όταν είναι έτοιμος, να δώσει εξετάσεις και να επιτύχει σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό γλωσσομάθειας.
Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας απαιτεί πολύχρονη προσπάθεια και δεν σταματά ποτέ. Το παιδί, από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο, ακούει τη μητρική του γλώσσα σε καθημερινή βάση όσες ώρες είναι ξύπνιο –περίπου 12 ώρες την ημέρα. Μετά από την ηλικία των 4-5 ετών μπορεί να επικοινωνήσει με το οικογενειακό του περιβάλλον χρησιμοποιώντας ένα βασικό λεξιλόγιο, το οποίο εμπλουτίζεται σταδιακά. Εχουμε σκεφθεί πόσος χρόνος απαιτείται για να μάθει το αντίστοιχο λεξιλόγιο ένα παιδί σε μια ξένη γλώσσα όταν την ακούει 3, 4 ώρες την εβδομάδα; Η απάντηση είναι προφανής κι όμως ουδείς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον παράγοντα ΧΡΟΝΟ.
«Μας πιέζουν οι γονείς...θέλουν τα παιδιά τους να ‘τελειώνουν’ με τη γλώσσα όσο το δυνατόν γρηγορότερα...» Εσείς, αγαπητοί συνάδελφοι, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, έχετε ‘τελειώσει’ με τη γλώσσα; Εγώ ΟΧΙ. Ασχολούμαι με την Αγγλική γλώσσα 40 χρόνια, διαβάζω αγγλόγλωσσες εφημερίδες καθημερινά, αναζητώ πληροφορίες στο διαδίκτυο καθημερινά, διαβάζω Αγγλική και Αμερικανική λογοτεχνία -ένα βιβλίο το μήνα ανελλιπώς- παρακολουθώ συνέδρια και σεμινάρια στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες κι ακόμα δεν έχω ‘τελειώσει’ όχι με την Αγγλική αλλά ούτε με τη μητρική μου γλώσσα κι ας είναι το πρώτο μου πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ιστορία και Αρχαιολογία.
Η μάθηση δεν ‘τελειώνει’ ποτέ. Αν το καταλάβουμε εμείς, θα το καταλάβουν και οι μαθητές μας.
Η Αγγλική γλώσσα βοηθά πραγματικά ώστε να επικοινωνούν οι μαθητές μας σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου κι αν βρίσκονται, να κατανοούν το περιεχόμενο σχεδόν οποιασδήποτε ιστοσελίδας και αν ανοίξουν και να νιώθουν τη μαγεία ενός κειμένου διαβάζοντάς το στη μητρική του γλώσσα. Όμως, για τα παραπάνω χρειάζεται καλή γνώση και άνετος χειρισμός της γλώσσας που μπορεί να συνοδεύεται –όχι απαραίτητα- από ένα πιστοποιητικό γλωσσομάθειας.